Η οδύνη της νόσος του καρκίνου
Την Τρίτη της Διακαινησίμου ταξίδεψε στην Αθήνα για την κηδεία πνευματικού του τέκνου. Εκεί έμαθε ότι ο μεγάλος αδελφός του, ο Χρήστος, ήταν άρρωστος. «’Άς πάμε να τον δούμε» είπε, παρ’ όλο πού βιαζόταν να επιστρέψει στο Μοναστήρι. Οι μοναχές πού τον συνόδευαν απόρησαν, διότι δεν συνήθιζε να επισκέπτεται τούς συγγενείς του.
Τον βρήκε με λίγο πυρετό. Τον σταύρωσε και τού είπε.
— Είσαι έτοιμος για τον Παράδεισο;
— Εβδομήντα χρόνια ετοιμάζομαι γι’ αυτή την ώρα, απάντησε ο αδελφός του.
— Προσεύχεσαι;
— Μέρα-νύχτα.
— Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου, για όλα όσα μου προσέφερες από τα νεανικά μου χρόνια, πρόσθεσε ο Γέροντας. Όταν ήρθα από το χωριό, εσύ με έβαλες στην πνευματική ζωή. Εκεί πού θα πάς, να προσεύχεσαι για μάς, για όλο το Μοναστήρι. Κι εμείς θα προσευχόμαστε για σένα. Καλή αντάμωση στον ουρανό.
Τον ασπάσθηκε στο μέτωπο και έφυγε. Βγαίνοντας από το δωμάτιο είπε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου