ΟΜΙΛΙΑ
Δ΄
Δέν
ἔχουμε τίποτα στήν ἐξουσία μας· οὔτε
τόν ἑαυτό μας ἐξουσιάζουμε, οὔτε τήν
γυναῖκα μας, οὔτε τά παιδιά μας, οὔτε
τόν πλοῦτο, οὔτε τήν ὑγεία, τίποτα. Ὅλα
εἶναι ἐπισφαλῆ, ὅλα κρέμονται σέ μιά
κλωστή, διότι μποροῦμε νά τά χάσουμε
ὅλα καί μετά θάνατος. Ξέρεις ποῦ θά
πᾶς; Ὄχι! Ξέρεις τόν δρόμο; Ὄχι! Ἄρα,
ποιός θά σέ ὁδηγήση ἐκεῖ πού θά πᾶς;
Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός μόνος θά σέ ὁδηγήση,
κοίταξε νά τά φτιάξης τώρα μέ τόν Θεό,
γιατί ἄν δέν τά φτιάξης μαζί Του, θά σέ
ὁδηγήση κάποιος ἄλλος στά τρομερά τοῦ
Ἅδου, ἐκεῖ πού δέν μπορεῖ νά διορθωθῆ
τίποτα.
Πόσοι
περπατοῦσαν στόν δρόμο κι ἀπό ἕνα
τροχαῖο ἔμειναν στό τόπο; Μέσα σέ
στιγμές χρόνου, ἐκεῖ πού τραγουδοῦσε
κάποιος, τόν χτύπησε ἕνας ἄλλος μέ τό
αὐτοκίνητο κι ἔμεινε στόν τόπο. Μέ τό
τραγούδι στό στόμα πῆγε στό δικαστήριο
τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος!
Ἡ
καρδιά του δουλεύει σάν τό ρολόϊ. Χάλασε
τό ἐλατήριο τοῦ ρολογιοῦ, σταμάτησε
νά λειτουργῆ. Σταμάτησαν οἱ κτύποι τῆς
καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, τελείωσε ἡ
ὑπόθεσις. Γι᾿ αὐτό εἶπεν ἡ Γραφή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου