Γέροντος Ἀρσενίου Σπηλαιώτου
– Παππού, βοήθησε μέ.
– Τί ἔχεις, παιδί μου; μωρὲ πολὺ τρομαγμένος φαίνεσαι.
– Ἐ, νὰ Γέροντα. ὁ πειρασμὸς δὲν μὲ ἀφήνει ἥσυχο. Καὶ στὸν ὕπνο, ἀλλὰ
καὶ φανερὰ ξύπνιο μὲ πολεμᾶ. Στὸν ὕπνο φωνές, ἀπειλές. Στὴν ἀγρυπνία τὸ
ἴδιο. Μόλις ἀρχίσω τὸν κανόνα μου χτυπᾶ τὴν πόρτα, ἀκούω ἄγριες φωνές,
ἀπειλές. Ἀπὸ τὸν φόβο μου τρέμω σὰν ψάρι. Ποῦ νὰ πάω νὰ γλυτώσω!
– Μωρέ, ἐσὺ μεγάλος ἀγωνιστὴς εἶσαι. Σὲ κατάλαβε ὁ σατανᾶς καὶ γελᾶ μαζί
σου.Ὅταν λέμε «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ», ὁ πειρασμὸς
κατακαίεται, μόνο ποὺ ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Πάση θυσία
μηχανεύεται νὰ μᾶς καταφέρει νὰ σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ἰδέες,
περισπασμούς, καὶ ὅ,τι ἄλλο φανταστεῖς. Μόνον εὐχὴ νὰ μὴ λέμε. Ἐσένα σὲ
βρῆκε δειλό. Σοὺ λέει. ἢ σταματᾶς τὴν εὐχὴν ἢ μπαίνω νὰ σὲ σκοτώσω. Ἐσύ…
τὸ΄ χαψες. Βρὲ μὴν τὸν φοβᾶσαι. εἶναι ψεύτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου