Ο πατήρ Ευμένιος έλεγε ότι, κάποιο βράδυ, αφού ετοίμασε τον πατέρα Νικηφόρο (Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός)και τον έβαλε να κοιμηθή, πήγε κι αυτός στο κελλάκι του να αναπαυθή.
Δεν τον έπαιρνε, όμως, ο ύπνος. Είχε μια έντονη ανησυχία, μήπως κάτι δεν
έκανε καλά, μήπως δεν έκλεισε καλά τη σόμπα.
Αυτά και άλλα πολλά περνούσαν άπ’ τον λογισμό του. Σηκώνεται, λοιπόν και πηγαίνει στο κελλάκι του Παππούλη.
Για να μη τον ενοχλήση, αν τον είχε πάρει ο ύπνος, θεώρησε καλό να μη
κτυπήση την πόρτα, ούτε να πή το “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων
ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον ημάς” και να περιμένη την
απάντηση από μέσα του “Αμήν”, όπως γίνεται μεταξύ μοναχών. Ανοίγει
σιγά-σιγά την πόρτα και, τι να δή; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να
αιωρήται ως ένα μέτρο από το έδαφος με τα χέρια υψωμένα και να
προσεύχεται.
Το πρόσωπό του έλαμπε υπέρ τον ήλιο. Μόλις αντίκρυσε αυτό το όντως
φοβερό θέαμα ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς να μιλήση καθόλου, έκλεισε πολύ
προσεκτικά την πόρτα και έτρεξε στο κελλάκι του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου